Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Κάποιες αναγκαίες επισημάνσεις περί ωραρίου, αναλογίας μαθητών-εκπαιδευτικών, μισθών και μνηνονιακών περικοπών


Του Γιάννη Βαρδαλαχάκη*

Το τρίτο μνημόνιο, πέραν των λοιπών κοινωνικά επαχθών μέτρων, περιλαμβάνει και τη δέσμευση της κυβέρνησης για εφαρμογή των προτάσεων του ΟΟΣΑ με στόχο την ευθυγράμμιση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη και εκπαιδευτικό με το διεθνή μέσο όρο μέχρι τον Ιούνιο του 2018. Οι προτάσεις αυτές μπορούν να αναζητηθούν στην έκθεση που συνέταξε ο οργανισμός για την ελληνική εκπαίδευση το 2011 (η οποία προβλέπεται να επικαιροποιηθεί μέχρι τον Απρίλιο του 2016) και περιλαμβάνουν:
  • Καταργήσεις και συγχωνεύσεις των μικρότερων σχολικών μονάδων, ώστε ο ελάχιστος αριθμός των μαθητών να φτάνει τους 75 στα Δημοτικά, τους 150 στα Γυμνάσια και τους 250 στα Λύκεια.
  • Αύξηση του ανώτατου ορίου μαθητών στους 30 ανά τμήμα.
  • Αύξηση του εβδομαδιαίου ωραρίου διδασκαλίας στις 22 ώρες χωρίς καμία μείωση ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας.
Επειδή τα πορίσματα του ΟΟΣΑ έχουν πολλές φορές στο παρελθόν αξιοποιηθεί προκειμένου να στιγματιστούν οι εκπαιδευτικοί ως υπεράριθμοι - ή ακόμη και ως τεμπέληδες- είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε ότι η συγκεκριμένη έκθεση είναι μία στρατευμένη προσπάθεια να δικαιολογηθούν απολύσεις και δεν διεκδικεί δάφνες επιστημονικής εγκυρότητας. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι παραπλανητικά, επιλεκτικά και αναξιόπιστα ενώ τα συμπεράσματα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα των ασφυκτικά μεγάλων τμημάτων, των τραγικών ελλείψεων προσωπικού, του υπερβολικού και ολοένα αυξανόμενου φόρτου εργασίας.
Ας γίνουμε όμως, πιο συγκεκριμένοι. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για να εκτιμηθεί η «κάτω του διεθνούς μέσου όρου» αναλογία μαθητών-εκπαιδευτικών είναι του σχολικού έτους 2006-07, της τελευταίας χρονιάς για την οποία ο ΟΟΣΑ διαθέτει σχετικά στοιχεία για τη χώρα μας. Από τότε έχει μεσολαβήσει σχεδόν μία δεκαετία και τα νούμερα αυτά έχουν μεταβληθεί δραματικά, ειδικά την τελευταία εξαετία των μηδενικών διορισμών και των μαζικών συνταξιοδοτήσεων. Αυτό, ωστόσο, δεν εμποδίζει κάποιους ταγούς του «εξορθολογισμού» να τα επικαλούνται εν έτει 2015, όπως ο κύριος Ψαριανός σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή για την Παιδεία.
Αλλά αυτό είναι ένα μικρό πταίσμα μπροστά στον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο έχουν εξαχθεί τα συγκεκριμένα νούμερα. Ο ΟΟΣΑ προκειμένου να υπολογίσει την αναλογία μαθητών-εκπαιδευτικών μετατρέπει – ορθώς – τους εκπαιδευτικούς μερικής απασχόλησης σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης («full-time equivalents») ανάλογα με τις ώρες διδασκαλίας. Για παράδειγμα, αν το μέσο ωράριο ενός εκπαιδευτικού πλήρους απασχόλησης είναι 20 ώρες, ένας εκπαιδευτικός που διδάσκει τις μισές (10 ώρες) θα προσμετρηθεί ως μισός εκπαιδευτικός πλήρους απασχόλησης (10/20=0,5). Στην περίπτωση της χώρας μας ωστόσο, ο αριθμός των εκπαιδευτικών σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης εμφανίζεται μεγαλύτερος από το άθροισμα των εκπαιδευτικών πλήρους και μερικής απασχόλησης-κάτι που είναι μαθηματικώς αδύνατον! Κάνοντας τους σχετικούς υπολογισμούς, διαπιστώνουμε ότι κάθε μερικώς απασχολούμενος εκπαιδευτικός έχει υπολογιστεί ως ισοδύναμο 2,14 και 1,63 καθηγητών πλήρους απασχόλησης σε Κατώτερη και Ανώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αντίστοιχα, οδηγώντας σε μία υποεκτίμηση του σχετικού δείκτη.1
Ένα άλλο σοβαρό μεθοδολογικό ζήτημα είναι ότι δεν γίνεται καμία προσαρμογή στα δεδομένα για να ληφθούν υπόψη κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής εκπαίδευσης, όπως το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο και η νησιωτικότητα ή η ουσιαστική ανυπαρξία βοηθητικού προσωπικού, με αποτέλεσμα η έκθεση να καταλήγει να συγκρίνει «μήλα με πορτοκάλια». Οι χαμηλότερες αναλογίες μαθητών-εκπαιδευτικών στη χώρα μας εμφανίζονται κατά κανόνα σε νησιωτικούς και ορεινούς νομούς (Ευρυτανία, Χίος, Κυκλάδες, Γρεβενά, Λέσβος) ενώ στα μεγάλα αστικά κέντρα η τιμή του συγκεκριμένου δείκτη υπερδιπλασιάζεται. Από την άλλη, η ανυπαρξία βοηθητικού προσωπικού καθιστά οποιαδήποτε ευθεία σύγκριση του φόρτου εργασίας αποκλειστικά με βάση το ωράριο διδασκαλίας κατάφωρα άδικη για τους Έλληνες εκπαιδευτικούς, οι οποίοι – σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους διεθνώς – εκτελούν παράλληλα με τη διδασκαλία καθήκοντα διοικητικού υπαλλήλου, ψυχολόγου, τεχνικού, κ.α.. Ήδη από το 2009 η διαφορά για το σύνολο του απαραίτητου προσωπικού (total teaching and non-teaching staff) έφτανε μόλις τα 5,3 άτομα για κάθε 1.000 μαθητές [130,3 για τη χώρα μας έναντι 125 για την υπόλοιπη ΕΕ (OECD, 2009 και ΚΕΜΕΤΕ, 2012)] και συνεπώς, με δεδομένη τη ραγδαία μείωση του εκπαιδευτικού προσωπικού μετά το 2010, μπορούμε να εξάγουμε με βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί εδώ και καιρό με σημαντικά λιγότερο προσωπικό ανά μαθητή σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παρά τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της χώρας.
Εκεί ωστόσο, που η έκθεση του ΟΟΣΑ παίρνει οριστικό διαζύγιο με τη λογική είναι η τεκμηρίωση της ανάγκης αύξησης του εβδομαδιαίου με βάση το ετήσιο ωράριο. Ο ετήσιος χρόνος διδασκαλίας έχει αξιοποιηθεί συχνά για το στιγματισμό των Ελλήνων εκπαιδευτικών ως τεμπέληδων και έτυχε ιδιαίτερης προβολής την περίοδο που προηγήθηκε της τελευταίας αύξησης του ωραρίου. Αυτό που αποσιωπάται επιμελώς είναι ότι η όποια απόκλιση οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι στα ελληνικά σχολεία θυσιάζονται σχεδόν δύο μήνες μαθημάτων για τη διενέργεια πάσης φύσεως εξετάσεων (πανελλαδικών, απολυτήριων, προαγωγικών, επαναληπτικών), με αποτέλεσμα οι ημέρες διδασκαλίας στη χώρα μας να φτάνουν μόλις τις 152 το χρόνο (έναντι 181 του ευρωπαϊκού μέσου όρου και 184 του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ) παρόλο που τα σχολεία μένουν ανοικτά για το ίδιο περίπου χρονικό διάστημα.
Σε ό,τι αφορά το εβδομαδιαίο ωράριο διδασκαλίας η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Πιο συγκεκριμένα, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί περνούν στην αίθουσα 20,5 διδακτικές ώρες κατά μέσο όρο την εβδομάδα, μισή ώρα παραπάνω από τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών, για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα συγκρίσιμα δεδομένα. Μάλιστα, το μέγιστο ωράριο των 23 ωρών είναι ένα από τα μεγαλύτερα πανευρωπαϊκά, καθώς μόνο στη Γερμανία (28 ώρες), στη Φινλανδία, στο Βέλγιο και στην Κύπρο (24 ώρες) συναντάμε εκπαιδευτικούς που διδάσκουν εβδομαδιαίως περισσότερες ώρες από έναν Έλληνα καθηγητή με λιγότερα από έξι χρόνια υπηρεσίας. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι παραπάνω ώρες διδασκαλίας συνοδεύονται από υψηλότερες αποδοχές ή μικρότερο αριθμό μαθητών ανά τάξη. Αντίθετα, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις, όπου το ελάχιστο εβδομαδιαίο ωράριο διδασκαλίας είναι μικρότερο (Γαλλία, Πορτογαλία, Φινλανδία, Ρουμανία) ή ίσο (Ιταλία, Κύπρος, Λιθουανία, Κροατία) με το αντίστοιχο ελληνικό των 18 ωρών. Και όλα αυτά, χωρίς να ληφθεί υπόψη ο μεγαλύτερο όγκος εργασίας, με τον οποίο επιφορτίζονται οι Έλληνες εκπαιδευτικοί μετά την αποχώρησή τους από το σχολείο σε όρους προετοιμασίας, διόρθωσης γραπτών και εργασιών, κ.α., εξαιτίας της ενασχόλησής τους με άσχετα προς το αντικείμενο της διδασκαλίας καθήκοντα κατά την παραμονή τους στο σχολείο.
Τελείως διαφορετική είναι η εικόνα στο επίπεδο των μισθών, με τους Έλληνες εκπαιδευτικούς να είναι από τους χειρότερα αμειβόμενους στην Ευρωπαϊκή Ένωση τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς όρους. Ο μισθός του νεοδιόριστου εκπαιδευτικού φτάνει μόλις το 51% του μέσου κατώτερου μισθού των εκπαιδευτικών της υπόλοιπης Ε.Ε., κατάσταση που δεν βελτιώνεται ιδιαίτερα ακόμη και όταν οι μισθοί προσαρμοστούν προκειμένου να αντανακλούν την αγοραστική δύναμη που εξασφαλίζουν (59%). Η σύγκριση του μισθού με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας επιβεβαιώνει επίσης ότι οι Έλληνες καθηγητές κατατάσσονται χαμηλότερα στην εγχώρια εισοδηματική κλίμακα σε σχέση με την Ευρωζώνη, όπου ο εκπαιδευτικός είναι ένας συγκριτικά καλύτερα αμειβόμενος μισθωτός. Ανακεφαλαιώνοντας, οι Έλληνες καθηγητές διδάσκουν κατά κανόνα περισσότερο από τους ευρωπαίους συναδέλφους τους, επιβαρύνονται με περισσότερα καθήκοντα και μεγαλύτερο φόρτο εργασίας για το σπίτι - και όλα αυτά με περίπου τα μισά λεφτά!


Εβδομαδιαίο Ωράριο Διδασκαλίας και Κατώτατος Μισθός στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Χώρα
Εβδομαδιαίο ωράριο διδασκαλίας
Ετήσιος κατώτατος μισθός
Ελάχιστο
Μέγιστο
Μέσο
Κατώτατος
Ονομαστικός
μισθός
Κατώτατος μισθός
σε Ισοδύναμα Αγοραστικής Δύναμης (ΡΡS)
Κατώτατος μισθός ως % του κατά κεφαλήν ΑΕΠ
Ελλάδα
18
23
20,5
12.424,5
14.608,2
75,3
Βέλγιο*
20
24
22
31.434,8
27.902,8
88,3
Γερμανία
21
28
24,5
47.948,4
45.705,2
140,2
Ισπανία
20
20
20
33.480,0
37.200,0
148,8
Γαλλία
15
18
16,5
28.119,6
24.878,4
87,6
Ιταλία
18
18
18
25.731,5
25.537,3
97,1
Κύπρος
18
24
21
26.397,0
29.665,2
125,7
Λετονία
21
21
21
4.565,5
6.749,0
39,7
Λιθουανία
18
18
18
3.811,4
6.266,2
32,3
Λουξεμβούργο
21
21
21
81.249,3
67.085,7
95,7
Μάλτα
20
20
20
19.117,2
24.487,2
107,4
Αυστρία
20
22
21
33.756,6
30.212,6
88,6
Πορτογαλία
14
22
18
21.999,6
28.246,4
135,8
Σλοβενία
19
20
19,5
17.202,5
21.429,4
98,3
Σλοβακία
22
22
22
6.881,6
10.120,0
50,6
Φινλανδία
16
24
20
35.882,6
29.052,4
96,2
Κροατία
18
20
19
8.690,4
13.717,2
85,2
Ουγγαρία
22
22
22
6.446,4
11.123,2
63,2
Ρουμανία
16
18
17
3.391,2
6.829,5
47,1
Μέσος όρος Ε.Ε.
18,8
21,2
20
24.228,1
24.789,3
90,4
*Μέσος όρος και για τις τρεις κοινότητες.
Σημείωση: Τα μισθολογικά δεδομένα αναφέρονται στη σχολική χρονιά 2013-14 και αφορούν την Κατώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Πηγές: Δίκτυο Ευρυδίκη, Eurostat, Eurydice, 2015. The Teaching Profession in Europe: Practices,
Perceptions, and Policies
.



Τα παραπάνω αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, καθώς οι εκπαιδευτικοί ενδέχεται να βρεθούν το επόμενο διάστημα αντιμέτωποι με ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις των μισθών. Η επίκληση της δημοσιονομικής ουδετερότητας στο νέο μισθολόγιο που αναμένεται να εφαρμοστεί από 01/01/2016 στο δημόσιο και αποτελεί επίσης δέσμευση που περιλαμβάνεται στο τρίτο μνημόνιο, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εφησυχάσει την εκπαιδευτική κοινότητα, ειδικά αν θυμηθούμε πόσο επιβεβαιώθηκαν οι διαρροές περί αυξήσεων πριν την εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου του 2011. Η κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευτεί για μείωση της μισθολογικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ μέχρι το 2019, κάτι που με δεδομένη την ύφεση που αναμένεται τα επόμενα χρόνια εξαιτίας της έντασης της λιτότητας και του αποπληθωρισμού δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί χωρίς περαιτέρω δραστικές περικοπές στους ονομαστικούς μισθούς και κατά συνέπεια οι εκπαιδευτικοί ως μία από τις μεγαλύτερες ομάδες δημοσίων υπαλλήλων έχουν ιδιαίτερους λόγους να ανησυχούν.
Oι περικοπές στην Παιδεία από το 2010 φτάνουν ήδη τα 2,26 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο, με σχεδόν 1,4 δισεκατομμύρια από αυτά να προέρχονται από τους μισθούς των εκπαιδευτικών. Πιο συγκεκριμένα, η συνολική δαπάνη για τη μισθοδοσία μόνιμων και αναπληρωτών (μικτές αποδοχές και εργοδοτικές εισφορές) έχει μειωθεί κατά 26,3% στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και κατά 36,2% στη Δευτεροβάθμια. Μάλιστα, το «κούρεμα» στις καθαρές αποδοχές είναι αρκετά μεγαλύτερο, καθώς έχουν αυξηθεί σημαντικά οι φορολογικές και ασφαλιστικές κρατήσεις. Το ίδιο διάστημα, σύμφωνα με στοιχεία του αιρετού ΚΥΣΔΕ, Ν. Κορδή, ο αριθμός των καθηγητών έχει μειωθεί κατά 28% ενώ η αδιοριστία των τελευταίων ετών, οι μαζικές συνταξιοδοτήσεις και η επέλαση νέων μορφών αναπλήρωσης (ΕΣΠΑ, ΠΔΕ, κ.α.) έχουν μεταβάλει δραματικά τόσο την αναλογία των ελαστικά εργαζόμενων εκπαιδευτικών ως ποσοστό του συνόλου όσο και τα εργασιακά τους δικαιώματα.
Δαπάνες Κρατικού Προϋπολογισμού σε εκατομμύρια ευρώ


2010
2015
Μεταβολή
Μεταβολή %
Σύνολο χρηματοδότησης Υπουργείου Παιδείας
6.602
4.343
-2.259
-34,2%
Χρηματοδότηση Υπουργείου Παιδείας ως % του ΑΕΠ
2,90%
2,35%
-
-
Σύνολο χρηματοδότησης Πρωτοβάθμιας
1.997
1.481
-516
-25,8%
- Μισθοδοσία μονίμων Πρωτοβάθμιας
1.851
1.433
-418
-22,6%
- Μισθοδοσία αναπληρωτών και ωρομισθίων Πρωτοβάθμιας
134
30
-104
-77,5%
- Σύνολο μισθολογικής δαπάνης Πρωτοβάθμιας
1.985
1.464
-521
-26,3%
Σύνολο Χρηματοδότησης Δευτεροβάθμιας
2.424
1.534
-890
-36,7%
-Μισθοδοσία μονίμων Δευτεροβάθμιας
2.305
1.498
-807
-35,0%
-Μισθοδοσία αναπληρωτών και ωρομισθίων Δευτεροβάθμιας
80
24
-56
-70,3%
-Σύνολο μισθολογικής δαπάνης Δευτεροβάθμιας
2.385
1.522
-863
-36,2%
Πηγές: Απολογισμός 2010, Προϋπολογισμός 2015


Οι εκπαιδευτικοί έχουν ήδη καταθέσει επανειλημμένως τον οβολό τους και οφείλουν να αντισταθούν σε κάθε μέτρο που θα επιδεινώσει ακόμα περισσότερο τη θέση τους και ιδιαίτερα εκείνη των πιο ευάλωτων κατηγοριών, όπως:
  • οι εσαεί αναπληρωτές, τους οποίους το Υπουργείο Παιδείας αντί να ανταμείψει για τη συμβολή τους στο να κρατηθεί όρθιο το εκπαιδευτικό σύστημα όλα τα τελευταία χρόνια ετοιμάζεται να τους πετάξει «σαν την τρίχα απ’ το ζυμάρι», στέλνοντας τους για άλλη μια φορά στην ανεργία.
  • οι νεοδιόριστοι εκπαιδευτικοί των 670 ευρώ που βρίσκονται εγκλωβισμένοι μακριά από τον τόπο κατοικίας τους, αδυνατώντας πολλές φορές να πληρώσουν ακόμα και το ενοίκιό τους και οι οποίοι θα υποχρεωθούν να ξεχάσουν για πολλά χρόνια το ενδεχόμενο μετάθεσης ενώ ενδέχεται να δουν τους μισθούς τους να συρρικνώνονται ακόμα περισσότερο.
  • οι εκπαιδευτικοί-τρεχαντήρια που διδάσκουν ήδη σε τρία, τέσσερα ή και παραπάνω σχολεία προκειμένου να συμπληρώσουν το ωράριό τους.
  • οι νέοι απόφοιτοι των καθηγητικών σχολών που θα πρέπει να ξεχάσουν γα πολλά-πολλά χρόνια το όνειρο της ενασχόλησης με τη δημόσια εκπαίδευση και να προετοιμάζονται για την ετεροαπασχόληση ή τη μετανάστευση.
Ας αποδομήσουμε λοιπόν τα ψευδοεπιχειρήματα με τα οποία επιχειρείται να ενδυθεί η διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης και ας προετοιμαστούμε ως εκπαιδευτικό κίνημα για μία δύσκολη χρονιά και για μεγάλες μάχες.
Πηγές
European Commission/EACEA/Eurydice (2015) The Teaching Profession in Europe: Practices,
Perceptions, and Policies. Eurydice Report. Luxembourg: Publications Office of the European
Union.
OECD (2011), Education Policy Advice for Greece, Strong Performers and Successful reformers in Education, OECD Publishing. http://dx.doi.org/10.1787/9789264119581-en
Βαρδαλαχάκης Ιωάννης (2013), Οι αλχημείες του ΟΟΣΑ και οι βολικοί μύθοι για την ελληνική εκπαίδευση. http://paremvaseisde.gr/?p=4215
Βαρδαλαχάκης Ιωάννης (2014), Αναλογία μαθητών – εκπαιδευτικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: Διαχρονική εξέλιξη και γεωγραφική κατανομή. Εισήγηση για το 10ο Εκπαιδευτικό Συνέδριο του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της ΟΛΜΕ. http://tinyurl.com/ox944cs
ΚΕΜΕΤΕ (2012), Μελέτη στοιχείων για την Εκπαίδευση και τους Εκπαιδευτικούς στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε άλλες χώρες. http://olme-attik.att.sch.gr/new/wp-content/uploads/2012/01/meleti-kemete-olme40112.pdf

Σημειώσεις
1 Τα δεδομένα μπορούν να αναζητηθούν στην ιστοσελίδα του ΟΟΣΑ http://stats.oecd.org/: Education and Skills/Education personnel. Εκεί παρατηρούμε ότι στην Κατώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση 40.186 εκπαιδευτικοί πλήρους και 2.058 εκπαιδευτικοί μερικής απασχόλησης μετατρέπονται σε 44.593 ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης ενώ στην Ανώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση 42.862 εκπαιδευτικοί πλήρους και 1.407 εκπαιδευτικοί μερικής απασχόλησης μετατρέπονται σε 45.155 ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης. 

* Ο Γιάννης Βαρδαλαχάκης είναι οικονομολόγος-εκπαιδευτικός και μέλος των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων-Κινήσεων-Συσπειρώσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου