Για το διδακτικό ωράριο: Τι έχει συμφωνηθεί,
τι διαδίδεται και τι τελικά ισχύει; Και πάνω απ’ όλα, εμείς τι κάνουμε;
Το παιχνίδι των διαρροών και των διαψεύσεων…
Τις προηγούμενες μέρες
είχαμε για άλλη μία φορά δημοσιεύματα για επικείμενη αύξηση του διδακτικού
ωραρίου, αυτή τη φορά ως απαίτηση των δανειστών προκειμένου να κλείσει η τρίτη
αξιολόγηση. Το υπουργείο έσπευσε να διαψεύσει κατηγορηματικά ότι υπάρχει τέτοια
πρόθεση, ωστόσο η πρόσφατη εμπειρία (για παράδειγμα των συντάξεων που δεν θα
περικόπτονταν, της λαϊκής κατοικίας που θα προστατεύονταν, κτλ., κτλ.) διδάσκει
ότι κάτι τέτοιο μάλλον περισσότερο θα πρέπει να μας ανησυχεί παρά να μας
εφησυχάζει. Άλλωστε, η (νέα) αύξηση του ωραρίου έχει από καιρό συμφωνηθεί και
το παιχνίδι των διαρροών και των διαψεύσεων έχει ακριβώς σαν στόχο την
προετοιμασία του εδάφους για την οριστική εφαρμογή της. Αξίζει, λοιπόν, να
θυμηθούμε ότι:
-
Στο τρίτο Μνημόνιο αναφέρεται ρητά ότι «οι
αρχές, σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα
επικαιροποιήσουν, έως τον Απρίλιο του 2016, την αξιολόγηση του ελληνικού
εκπαιδευτικού συστήματος που εκπόνησε ο ΟΟΣΑ το 2011», καθώς και ότι «δεσμεύονται να ευθυγραμμίσουν τον αριθμό
διδακτικών ωρών ανά μέλος του προσωπικού, καθώς και την αναλογία μαθητών ανά
τάξη και ανά εκπαιδευτικό, με τις βέλτιστες πρακτικές των χωρών του ΟΟΣΑ, το
αργότερο έως τον Ιούνιο του 2018» (Ν4336/2015, άρθρο 3, παρ. Γ.4.1).
-
Η έκθεση του ΟΟΣΑ του 2011, που μνημονεύεται
παραπάνω, πρότεινε την αύξηση του
εβδομαδιαίου διδακτικού ωραρίου του συνόλου των καθηγητών Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης στις 22 ώρες, με πλήρη κατάργηση της προοδευτικής μείωσης ανάλογα
με τα χρόνια υπηρεσίας.
-
Στις ετήσιες εκθέσεις του για την εκπαίδευση
στις χώρες-μέλη του, ο ΟΟΣΑ, χρησιμοποιώντας διάφορα «τερτίπια» (βλέπε
παρακάτω), διατείνεται ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί διδάσκουμε σημαντικά
λιγότερες ώρες σε σχέση με τους συναδέλφους μας διεθνώς.
Πάνω απ’ όλα, όμως, μία νέα
αύξηση
του ωραρίου είναι πιθανή γιατί μόνο έτσι
μπορούν να επιτευχθούν τα δυσθεώρητα πρωτογενή πλεονάσματα σε μακροπρόθεσμο
ορίζοντα που έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση με τους δανειστές. Είναι
χαρακτηριστικό, ότι η αύξηση του εβδομαδιαίου ωραρίου ακόμη και κατά μία ώρα
για τους 60.000 εκπαιδευτικούς της τάξης επαρκεί για να εκμηδενιστούν όλες οι
προσλήψεις αναπληρωτών στη Δευτεροβάθμια μέσω του τακτικού προϋπολογισμού. Σήμερα,
ο ΟΟΣΑ έχει ήδη παραδώσει την ενδιάμεση έκθεση αξιολόγησης του ελληνικού εκπαιδευτικού
συστήματος (
την
οποία το υπουργείο φρόντισε να κρατήσει κρυφή για μεγάλο χρονικό διάστημα)
και αναμένεται η παράδοση της τελικής έκθεσης η οποία θα δρομολογήσει και τις
εξελίξεις αναφορικά με το ωράριο. Το πότε αυτή θα υλοποιηθεί ή το ποια μορφή θα
έχει (αν θα είναι οριζόντια, αν θα στοχεύσει κυρίως στο ωράριο των παλαιότερων
εκπαιδευτικών, αν θα αυξηθούν τα απαιτούμενα χρόνια για να αλλάξει κάποιος
κλιμάκιο ωραρίου, κτλ.) είναι ερωτήματα των οποίων οι απαντήσεις
εξαρτώνται από τη γενικότερη πολιτική και
δημοσιονομική συγκυρία αλλά και από τα δικά μας αντανακλαστικά.

Τι ισχύει στην πραγματικότητα για το ωράριο
(και όχι μόνο για αυτό)
Επικοινωνιακά, το έδαφος
για την αύξηση του διδακτικού ωραρίου έχει στρωθεί εδώ και χρόνια με τα μονότονα
επαναλαμβανόμενα δημοσιεύματα που επιχειρούν να εμφανίσουν τους Έλληνες
εκπαιδευτικούς ως τους «τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας». Τα «καύσιμα» για αυτή
την επίθεση λάσπης τα παρέχει –ποιος άλλος;- ο ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τον οποίο
διδάσκουμε μόλις 528 ώρες ετησίως έναντι 663 (στην Κατώτερη Δευτεροβάθμια
Εκπαίδευση) και 629 ωρών (στην Ανώτερη
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση) των συναδέλφων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βέβαια, αυτό
που εντέχνως παραλείπεται να αναφερθεί είναι ότι η συγκεκριμένη απόκλιση δεν
οφείλεται στο μικρό εβδομαδιαίο διδακτικό ωράριο –κάθε άλλο – αλλά στην
εξεταστικολαγνεία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Ας τα ξεκαθαρίσουμε
λοιπόν: