(Σημείωση: όπου αναφέρεται η μελέτη ή γίνεται παραπομπή σε σελίδα, εννοείται η «Μελέτη για τις μισθολογικές εξελίξεις στο δημόσιο», ICAP & HAY Group, Φεβρουάριος 2011. Ολόκληρη βρίσκεται δημοσιευμένη στο:
Δέσποινα Κουτσούμπα
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πόσες σελίδες χρειάζεται να αφιερώσει κανείς για να γυροφέρνει ένα θέμα, χωρίς να μιλήσει για την ουσία του! Στην περίπτωση της «Μελέτης για τις μισθολογικές εξελίξεις στο δημόσιο», χρειάστηκαν 272 σελίδες (που κόστισαν 72.000 ευρώ!) για να κρυφτεί το αυτονόητο: ότι, τελικά, οι απολαβές των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα κατατάσσονται μεταξύ των χαμηλότερων στην ευρωζώνη και δεν αντιστοιχούν ούτε στο παραγόμενο έργο ούτε και στο κόστος ζωής. Και –προφανώς– δεν ευθύνονται για το «δημόσιο» χρέος!
Το ιστορικό της «μελέτης»
Η επίθεση στους δημοσίους υπαλλήλους ξεκίνησε πολύ πριν την υπογραφή του Μνημονίου, με το οποίο η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε για «λιγότερο και φτηνότερο» δημόσιο. Ξεκίνησε με το ζήτημα του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, που συνοδεύτηκε με ένα πογκρόμ απολύσεων συμβασιούχων, STAGE και αορίστου χρόνου εργαζομένων (όπως στην ΑΓΡΟΓΗ, το ΜΕΤΡΟ κ.α.), ακόμη κι αν τα στοιχεία της «απογραφής» δεν επιβεβαίωσαν τις κυβερνητικές θέσεις. Συνεχίζεται με την επίθεση στο «κόστος» των δημοσίων υπαλλήλων, που φέρνει μαζί της το νέο μισθολόγιο των (περαιτέρω) περικοπών και της σύνδεσης του μισθού με την αποδοτικότητα.
Η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί ότι θα έδινε στη δημοσιότητα το νέο μισθολόγιο τον περασμένο Σεπτέμβρη και θα το έθετε σε εφαρμογή από 1/1/2011. Μπροστά στις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, όμως, «ελαστικοποίησε» τις δεσμεύσεις του Μνημονίου και τώρα υπόσχεται (στην Τρόικα…) την εφαρμογή του νέου μισθολογίου από τον Ιούνιο του 2011.
Κι όπως πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, η κυβέρνηση επιστρατεύει τους «ειδικούς». Στις αρχές Φλεβάρη το ΥΠΕΣ και το ΥΠΟΙΟ ανέθεσαν σε δύο ιδιωτικές εταιρείες τη μελέτη για το υπάρχον μισθολόγιο του δημοσίου: την ICAP Group (εταιρεία που δραστηριοποιείται σε συμβουλευτικές υπηρεσίες ανάπτυξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας) και την HAY Group (η οποία, όπως αυτοπαρουσιάζεται στη σελ. 257 της μελέτης, «έχει συμβάλλει με διάφορους τρόπους στην αναμόρφωση του δημόσιου τομέα σε διάφορες χώρες»…). Άλλωστε, το ίδιο το Υπουργείο Οικονομικών, με κάθε ευκαιρία, ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει ούτε τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων (εξ ου και η περίφημη απογραφή) ούτε όμως και τις αμοιβές τους.
Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μελέτη, οι δύο εταιρείες δεν συνέλεξαν ούτε ένα δικό τους στοιχείο. Στηρίχτηκαν εξ ολοκλήρου σε στοιχεία μισθοδοσίας και αιτήσεων συνταξιοδότησης από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ετήσιες απογραφές των υπαλλήλων από το Υπουργείο Εσωτερικών, στοιχεία απασχόλησης έκτακτου προσωπικού από το ΥΠΕΣ, στοιχεία αναλυτικής μισθοδοσίας από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών, νόμους και διατάγματα που διέπουν τη μισθοδοσία του δημοσίου…
Για φαντάσου! Τελικά τα στοιχεία τα είχαμε, απλώς χρειαζόμασταν τους ιδιώτες φωστήρες για να τα… επεξεργαστούν; Ή μήπως τους χρειαζόμασταν μόνο και μόνο για να στηριχτεί η κυβερνητική προπαγάνδα για την «ανικανότητα» του δημοσίου ακόμη και για τα του οίκου του;
Λάθη, αβλεψίες και στατιστικές
Ας δούμε όμως ποια είναι η ποιότητα της μελέτης του… αδέκαστου ιδιωτικού τομέα. Ήταν τέτοια η πρεμούρα για να γίνει (και να πληρωθεί) η μελέτη μέσα σε ένα μήνα, ώστε αυτό που παρουσιάστηκε είναι ένα τευχίδιο γεμάτο λάθη, κοινοτοπίες, στατιστικές με λαθεμένα δεδομένα και συνεχείς επαναλήψεις παραδεδομένων μοτίβων.
Από πού να αρχίσει κανείς; Από το ότι τα στοιχεία της μισθοδοσίας καλύπτουν κατά μέσο όρο το 32% των υπαλλήλων –σε κάποια Υπουργεία ούτε το 1/20; Για παράδειγμα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης εκπροσωπείται στο δείγμα μόνο από τη μισθοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (σελ. 10) -παρόλ’ αυτά η μελέτη προχωρά σε συγκρίσεις! Ανακατεύονται τα επιδόματα με τις αμοιβές υπερωριακής απασχόλησης, σε κάποια επιδόματα αναφέρονται τα κόστη του 2003 (!), ή αλλού μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι (για να βγει ο μέσος όρος) οι 9.000 υπάλληλοι του πολιτισμού με επίδομα 150 ευρώ με τα 70 μέλη του ΕΣΡ, που απολαμβάνουν μηνιαίας αμοιβής άνω των 4.000. Στις στατιστικές της απασχόλησης οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί υπολογίζονται στο μόνιμο προσωπικό (!), ενώ στους αριθμούς των συμβασιούχων δεν αθροίζονται οι εργαζόμενοι μέσω προγραμμάτων STAGE. Για να μην πούμε για τις μελλοντικές προβολές στις προσλήψεις ή τις συνταξιοδοτήσεις, που βασικά μοιάζουν με το «αν η γιαγιά μου είχε καρούλια…». Προφανώς και δεν μπορεί αν υπολογιστεί με ομαλό τρόπο ο ρυθμός των συνταξιοδοτήσεων από το δημόσιο, αφού με κάθε νέα ασφαλιστική επιδείνωση χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι αναγκάζονται να κάνουν αίτηση συνταξιοδότησης για να μην τους πιάσουν οι νέες εξευτελιστικές κυβερνητικές ρυθμίσεις (το 2010 οι αιτήσεις για συνταξιοδότηση αυξήθηκαν κατά 73% σε σχέση με το 2009!).
Μετά από όλα αυτά, ακόμη και οι ίδιοι που διεξήγαγαν την έρευνα, σπεύδουν να ονομάσουν το πόνημά τους «προσχέδιο μελέτης» και να μας προϊδεάσουν ότι η κανονική μελέτη θα ολοκληρωθεί τον Μάρτη –τότε προς τι η δημοσιοποίηση του προσχεδίου;
Πολλά ψέματα είπαμε, ας πούμε και μια αλήθεια
Ακόμη και με τα λειψά και παραφουσκωμένα στοιχεία, η μελέτη αποδεικνύει αυτό που εδώ και πολλά χρόνια φωνάζουν τα σωματεία του δημοσίου: ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι στη χώρα μας, στη συντριπτική τους πλειονότητα, είναι χαμηλά αμειβόμενοι και σίγουρα όχι υπεράριθμοι! Στη σελ. 7 διαβάζουμε «το μέγεθος της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα στην Ελλάδα δεν είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο μέγεθος των ανεπτυγμένων οικονομικά χωρών» και ότι «η αύξηση των ακαθάριστων αποδοχών στην Ελλάδα ήταν μεγαλύτερη από τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης, η αμοιβή παραμένει ωστόσο σε χαμηλότερα επίπεδα». Επίσης, οι αυξήσεις αυτές οδήγησαν «σε μετριότερου βαθμού (sic!) ενίσχυση στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων» (σελ. 50). Γι’ αυτό, φαίνεται, όταν επιχειρείται η σύγκριση του ελληνικού μισθολογίου με τα μισθολόγια άλλων χωρών, οι μελετητές τονίζουν ότι συγκρίνουν τις δομές και όχι τα επίπεδα των αμοιβών, «διότι αυτό θα ήταν ήσσονος σημασίας και χωρίς αξία» (σελ. 261). Βέβαια, αφού θα αποκάλυπτε απροκάλυπτα τα ψέματα όσων μιλούν για «κοπρίτες» του ελληνικού δημοσίου. Και ο «ανεξάρτητος» μελετητής δεν συνηθίζεται να δαγκώνει το χέρι που τον ταΐζει…
Όπως παραδέχεται και η μελέτη, το 50% των εργαζόμενων του δείγματος δεν ξεπερνά σε απολαβές τα 1.639 ευρώ μεικτά (περίπου 1100-1200 καθαρά!), ενώ μόλις το 10% των δημοσίων υπαλλήλων του δείγματος ξεπερνούν τα 2.418 ευρώ μεικτά. Οι υπερωρίες (για τις οποίες τόσα ακούσαμε το προηγούμενο διάστημα) δεν ξεπερνούν το 2,68% της μισθολογικής δαπάνης (άλλωστε οι περισσότεροι που κάνουν υπερωρίες στο δημόσιο, εκτός Γραφείων Υπουργών και λοιπών συγγενών, δεν τις πληρώνονται καν). Να θαυμάσουμε τη διαπίστωση «η επιδοματική πολιτική είναι αποσπασματική» (σελ. 13) όπως παρατίθεται αόριστα, χωρίς καμιά προσπάθεια να εντοπίσουμε ποιος άσκησε αυτή την πολιτική; Ή την (προφανή) διαπίστωση ότι τα επιδόματα κοινωνικού χαρακτήρα είναι αρκετά χαμηλά –όταν το επίδομα παιδιού για τους υπαλλήλους των Υπουργείων αγγίζει το δυσθεώρητο ποσό των 18 ευρώ (μεικτά!);
Ενδιαφέροντα είναι και τα στοιχεία για τις προσλήψεις προσωπικού, καθώς στον σχετικό πίνακα το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη φαίνεται να παρουσιάζει αύξηση του προσωπικού του κατά 89,5% (!) στο διάστημα 2006-2009 –χωρίς να υπολογίζονται τα σώματα ασφαλείας, τα μόνα που εξαιρούνται μονίμως από την απαγόρευση του 1:5. Την ίδια στιγμή, ο τομέας υγείας και κοινωνικής μέριμνας απασχολεί στην Ελλάδα το 5,6% του εργατικού δυναμικού, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών της ευρωζώνης είναι 10,3%. Έχουμε όμως και μια σοβαρή πρωτιά: ο ελληνικός τομέας της άμυνας και των σωμάτων ασφαλείας απασχολεί το 2,9% του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας (σελ. 49-50), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε άλλες χώρες της Ε.Ε. εκτιμάται ότι είναι λιγότερο από 1%, με εξαίρεση τη Γαλλία με 1,5%. Μας αξίζουν συγχαρητήρια!
Ασυγκίνητο δεν αφήνει τον συντάκτη και το υψηλό (σε σχέση με τη συνολική οικονομία) επίπεδο εκπαίδευσης των απασχολούμενων στη δημόσια διοίκηση –το 49% είναι απόφοιτοι ΤΕΙ ή ΑΕΙ. Το γεγονός ότι αμείβονται με πολύ χαμηλότερους μισθούς από αυτό που προσφέρουν, δεν φαίνεται να τον συγκινεί καθόλου, όμως…
Το νέο μισθολόγιο: μύθοι και πραγματικότητες
Η μελέτη δεν καταλήγει σε προτάσεις για το νέο μισθολόγιο. Αυτό αφήνεται στην ίδια την κυβέρνηση, για να μας το σερβίρει με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Υπάρχουν όμως κάποια στοιχεία που «δένουν» με τις προτάσεις που έχουν ήδη (ανεπίσημα, πάντα) ακουστεί από κυβερνητικά γραφεία. Η αντιμετώπιση των δώρων ως «επιδομάτων» (που άρα μπορούν να κόβονται!), η συνεχής επίκληση της «αδικίας» που εμπεριέχει η μισθολογική ωρίμανση, δηλαδή η αυτόματη αναπροσαρμογή του βασικού μισθού των δημοσίων υπαλλήλων κάθε 2 χρόνια (με την επισήμανση ότι δεν είναι σωστό να θεωρείται πως… η εμπειρία συμβάλλει στην παραγωγικότητα του υπαλλήλου) και βέβαια οι όρκοι στην μέτρηση της «αποδοτικότητας».
Η κυβέρνηση έχει αποδυθεί σε αγώνα δρόμου να μας πείσει ότι με το νέο μισθολόγιο θα διορθωθούν οι «αδικίες» και οι χαμηλόμισθοι υπάλληλοι θα δουν επιτέλους αυξήσεις. Αφήνοντας προς στιγμήν ασχολίαστο το ποιοι δημιούργησαν και ενέτειναν τις «αδικίες» αυτές –ώστε τώρα να τις χρησιμοποιούν για να φέρνουν τους ίδιους τους υπαλλήλους σε αντιπαράθεση μεταξύ τους– ας δούμε πού έχει η αχλάδα την ουρά.
Καταρχάς, η κυβέρνηση (ήδη με το πρώτο Μνημόνιο, χωρίς να υπολογίζουμε τις επερχόμενες αναθεωρήσεις) έχει δεσμευτεί ότι θα μειώσει το μισθολογικό κόστος στο δημόσιο κατά 500 εκ. ευρώ επιπλέον για το 2011, 600 εκ. ευρώ για το 2012 και 500 εκ. ευρώ για το 2013. Άρα οι κορώνες του Ραγκούση ότι τα ίδια ποσά μισθοδοσίας θα μοιραστούν δικαιότερα, δεν είναι παρά συνειδητά ψέματα! Πόσο μάλλον που οι υψηλόμισθοι υπάλληλοι δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 10% του συνόλου –ακόμη κι αν τα επιδόματά τους μοιραστούν εξ ίσου σε όλους τους υπαλλήλους, το γινόμενο είναι μικρότερο από την απώλεια που θα προκύψει με την (σίγουρη) κατάργηση και μόνο του κινήτρου απόδοσης, που σήμερα δίνεται σε όλους τους υπαλλήλους.
Η ενσωμάτωση των επιδομάτων στο βασικό μισθό υπήρξε πάγιο αίτημα του συνδικαλιστικού κινήματος –καθώς θα σήμαινε την αύξηση του ετήσιου εισοδήματος αλλά και της σύνταξης. Έτσι όμως όπως το πάει η κυβέρνηση, θα είναι δώρο… άδωρο: αν τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας υποβιβαστούν σε «επιδόματα» (και δεν υπολογίζονται με βάση τον βασικό μισθό) και με την (ήδη θεσμοθετημένη) δραματική μείωση των συντάξεων, η ενσωμάτωση κάποιων επιδομάτων στον βασικό μισθό δεν θα έχει τελικά καμία θετική επίπτωση στο συνολικό εισόδημα των εργαζόμενων. Ακόμη χειρότερα, η αλλαγή στα μισθολογικά κλιμάκια (λ.χ. η μισθολογική ωρίμανση να έρχεται μετά από 4 αντί για 2 χρόνια –και βέβαια κατόπιν «αξιολόγησης») σημαίνει τη σε βάθος χρόνου απώλεια μεγάλου μέρους του εισοδήματος, ακόμη και στην περίπτωση που θα αυξηθεί πραγματικά ο βασικός μισθός του νεοδιοριζόμενου (βλ. καιhttp://www.alfavita.gr/artro.php?id=24920). Κι όλα αυτά, πέραν της πραγματικής απώλειας τουλάχιστον 25% του εισοδήματος (και διπλάσια απώλεια της αγοραστικής δύναμης…) που έχουν υποστεί οι δημόσιοι υπάλληλοι τα τελευταία 2 χρόνια.
Και βέβαια, οι μισθολογικές ανισότητες δεν θα σταματήσουν! Το κλειδί είναι η μέτρηση της «αποδοτικότητας» και η «αξιολόγηση» του υπαλλήλου. Με βάση τους ετήσιους στόχους που θα προσδιορίζονται για κάθε Υπηρεσία, θα μετριέται και η «αποδοτικότητα» των υπαλλήλων. Έτσι, και πάλι οι εργαζόμενοι σε ελεγκτικούς ή εισπρακτικούς μηχανισμούς, συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα κ.λπ. θα μπορούν να πάρουν τα μπόνους τους (που προφανώς θα είναι μεγαλύτερα από άλλων κατηγοριών εργαζομένων), όμως πλέον ως «ατομικό τρόπαιο» με βάση την αποδοτικότητα (δηλ. το πόσο συμμορφώθηκαν με τις εκάστοτε πολιτικές) και την αξιολόγηση (το πόσο συμμορφώθηκαν με τον εκάστοτε προϊστάμενο). Η ίδια η μελέτη παραδέχεται ότι αυτό το (ακραίο νεοφιλελεύθερο) σύστημα αμοιβών εμπεριέχει κινδύνους, καθώς «κινδυνεύει να είναι μεροληπτικό» (εύσχημος τρόπος για να περιγράψει κανείς την απόλυτη εξάρτηση από τους διοικητικούς και πολιτικούς προϊστάμενους, που ορίζουν έως και το ύψος του μισθού κάθε υπαλλήλου…).
Με αυτό το μοντέλο μισθολογίου, δεν αλλάζει μόνο η δομή του μισθού. Αλλάζει ο τρόπος λειτουργίας ολόκληρου του δημοσίου! «Αποδοτικός» θα θεωρείται ο υπάλληλος που συμβάλλει στην περικοπή κάθε δημόσιου αγαθού. Πώς θα μας φαινόταν άραγε οι υπάλληλοι των ασφαλιστικών ταμείων να έψαχναν τρόπους να μας κόψουν παροχές, ωσάν να ήταν υπάλληλοι της Interamerican; Τι θα σήμαινε να χαρακτηρίζεται πιο «αποδοτικός» ο δάσκαλος που δέχεται να κάνει μάθημα με 40 παιδιά στην τάξη, ο γιατρός που διώχνει τον ανασφάλιστο από το νοσοκομείο, ο εφοριακός που θα στέλνει στον εισαγγελέα τον μικρομεσαίο για οφειλές 5.000 ευρώ; Τι επίπτωση θα έχει στο μισθό του αρχαιολόγου, του υπαλλήλου της δασικής υπηρεσίας, της υπηρεσίας περιβάλλοντος ή της πολεοδομίας το να σταματήσει μια μεγάλη «επένδυση» γιατί καταπατά φυσικό, πολιτιστικό πλούτο ή δημόσια γη;
Το νέο μισθολόγιο και ο Καλλικράτης ΙΙ
Την ώρα που η κυβέρνηση βάζει στην πρίζα τους δημοσίους υπαλλήλους, που μετρούν και ξαναμετρούν το αν θα πάρουν 10 ή 20 ευρώ παραπάνω στον πενιχρό μισθό τους, κανείς δεν ασχολείται με το θέμα των εργασιακών σχέσεων, που είναι και το πιο σοβαρό! Γιατί ξαφνικά οι κατεξοχήν εμπνευστές του επιδοματικού συστήματος αμοιβών (τόσο από τις θέσεις τους στην κυβέρνηση, όσο και ως συνδικαλιστικές ηγεσίες) κόπτονται τόσο για την «εξίσωση» των αμοιβών μεταξύ των Υπουργείων; Η απάντηση είναι απλή και βρίσκεται στην αλλαγή των εργασιακών σχέσεων των δημοσίων υπαλλήλων και την επόμενη μεγάλη μεταρρύθμιση του κράτους (τον επερχόμενο Καλλικράτη ΙΙ).
Τα σχετικά δημοσιεύματα είναι λίγα και ανεπαρκή (αλήθεια όμως, σε ποιο θέμα που μας αφορά στ’ αλήθεια ενημερωνόμαστε σε βάθος από την κρατούσα εκδοχή δημοσιογραφίας;), αλλά βασικός στόχος το επόμενο διάστημα είναι να δημιουργηθεί ο «κρατικός υπάλληλος», ο οποίος μετακινείται από Υπουργείο σε Υπουργείο ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες. Τα σημερινά δικαιώματα του δημοσίου υπαλλήλου, η πρόσληψή του σε συγκεκριμένο κλάδο συγκεκριμένου Υπουργείου δεν συνάδουν με το «ευέλικτο» δημόσιο τομέα που έχει θέσει ως στόχο το Μνημόνιο –και κυρίως δεν συνάδουν με την πρόθεση της κυβέρνησης να μηδενίσει τις προσλήψεις μόνιμου προσωπικού για τα επόμενα 4 χρόνια! Οι νέοι κλάδοι που θα θεσπιστούν μέσω του ενιαίου μισθολογίου θα είναι διυπουργικοί, δίνοντας τη δυνατότητα «κινητικότητας» μεταξύ των υπηρεσιών (χωρίς να χρειάζεται να αλλάζει ο μισθός, όπως συμβαίνει σήμερα στην περίπτωση της μετάταξης) –περιπλανώμενος από υπηρεσία σε υπηρεσία και από νομό σε νομό ο νέος δημόσιος υπάλληλος, αξιολογούμενος κάθε φορά για την ικανότητα προσαρμογής και οσφυοκαμψίας!
Οι υποχρεωτικές μετατάξεις του Καλλικράτη Ι, του νόμου διάλυσης του ΟΣΕ, οι αναγκαστικές μετακινήσεις λόγω έλλειψης προσωπικού στα Υπουργεία και η αναδιάταξη των οργανικών θέσεων με τις επερχόμενες συγχωνεύσεις των σχολείων και των νοσοκομείων είναι τα πρώτα δείγματα γραφής σε αυτή την κατεύθυνση. Στο βάθος του τούνελ δεν διαφαίνεται παρά η κατάργηση όχι μόνο της μονιμότητας, αλλά και κάθε δικαιώματος απέναντι στην εργοδοτική (στην περίπτωση μας, κρατική) ασυδοσία!
Γλώσσα λανθάνουσα…
Στη σελ. 44 της μελέτης διαβάζουμε: «Η εργασία αποτελεί τον ουσιαστικότερο παράγοντα παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών από το κράτος. Η εφαρμοζόμενη πολιτική της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα επηρεάζει καθοριστικά και την λειτουργία της ευρύτερης αγοράς εργασίας. Επηρεάζει τα επίπεδα των μισθών, των συνθηκών εργασίας, ενώ σε ορισμένους κλάδους (π.χ. εκπαίδευση και επαγγέλματα υγείας) διαμορφώνει τόσο την προσφορά όσο και την ζήτηση εργασίας». Πράγματι. Το ξεχαρβάλωμα των μισθών, των όρων και των σχέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα, πλάι στην καλπάζουσα ανεργία, θα αποτελέσουν το εφαλτήριο για τη διάλυση κάθε έννοιας μισθού ή δικαιώματος στον ιδιωτικό τομέα. Ή θα τρωγόμαστε ο ένας με τον άλλον για το ποιος δικαιούται και ποιος όχι το επιδοματάκι, ή θα ενωθούμε για να τους σταματήσουμε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου