
του Γιώργου Καλημερίδη
Με
βάση και την εμπειρία των τελευταίων τριάντα χρόνων, ισχυρίζομαι
εξαρχής ότι είναι αδύνατον να υπάρξει στην πραγματικότητα εθνικός
διάλογος για την παιδεία και το εκπαιδευτικό σύστημα. Για δύο κύριους
λόγους.
Πρώτον,
η εκπαίδευση δεν είναι, παρά τις ποικίλες μυστικοποιήσεις, γύρω από το
συγκεκριμένο θέμα, “εθνική υπόθεση”, αλλά αντίθετα συνιστά ένα πολιτικό
διακύβευμα γύρω από το οποίο προωθούνται διαφορετικά ταξικά
προσδιορισμένα, ασφαλώς, μορφωτικά προγράμματα. Δεν έχει υπάρξει
επομένως ποτέ, ούτε πρόκειται να υπάρξει, ένα υπεραταξικό μοντέλο
εκπαίδευσης που μπορεί να μας το αποκαλύψει κάποια υποτιθέμενα
ανεξάρτητη και αντικειμενική παιδαγωγική επιστήμη . Η ιστορία του
ελληνικού σχολείου, αλλά και κάθε εκπαιδευτικού συστήματος, είναι μια
ιστορία πολύ σκληρών παιδαγωγικών, ιδεολογικών και πολιτικών
αντιπαραθέσεων μεταξύ διαφορετικών εκπαιδευτικών και πολιτικών ρευμάτων.
Οι ιστορικοί που πρωταγωνιστούν και διευθύνουν, στις μέρες μας, το
σημερινό εκπαιδευτικό διάλογο μπορούν πολύ εύκολα νομίζω να μας το
επιβεβαιώσουν. Όλα τα υπόλοιπα ανήκουν στη σφαίρα της μεταφυσικής του
θετικισμού -τεχνοκρατισμού.
Δεύτερον,
σε οποιοδήποτε διάλογο, απαραίτητο στοιχείο είναι η απόλυτη ισοτιμία
μεταξύ αυτών που συμμετέχουν στη διαδικασία του και ασφαλώς η ισοτιμία
ισχύει και στην τελική σύνθεση των συμπερασμάτων και των απολήξεων του
διαλόγου. Στα πλαίσια του αστικού κράτους και των άνισων σχέσεων
εξουσίας μεταξύ των διαφορετικών εμπλεκόμενων φορέων δεν μπορεί σε καμιά
περίπτωση να υπάρξει ισότητα σε όλες τις παραμέτρους. Τον τελικό λόγο
τον έχει αυτός που κατέχει την εξουσία και σίγουρα αυτός δεν είναι ούτε
το εκπαιδευτικό κίνημα, ούτε οι εργαζόμενοι ή η νεολαία. Πόσο μάλλον
όταν η συζήτηση αναπτύσσεται πάνω στο έδαφος των προαπαιτούμενων του
Μνημονίου 3 και σε μια συγκυρία επίθεσης του κεφαλαίου στον κόσμο της
εργασίας και στο κοινωνικό κράτος.